ασκημαίνω

ασκημαίνω
-υνα
1. κάνω κάτι άσκημο: Με τις προσθήκες που έκανες τ' ασκήμυνες το σπίτι.
2. γίνομαι άσκημος: Το παιδί όσο μεγαλώνει ασκημαίνει

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ασκημαίνω — ασκημαίνω, ασκημίζω → δες ασχημαίνω, ασχημίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ασκημαίνω — και ασχημαίνω 1. γίνομαι άσχημος, χάνω την ομορφιά μου 2. χειροτερεύω …   Dictionary of Greek

  • ασκημίζω — ασκημαίνω, ασκημίζω → δες ασχημαίνω, ασχημίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • ασχημαίνω — και ασκημαίνω 1. κάνω κάποιον άσχημο, ασχημίζω 2. γίνομαι άσχημος 3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές εκδηλώσεις) χειροτερεύω, υποβιβάζομαι …   Dictionary of Greek

  • ασχημαίνω — βλ. ασκημαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”